Λεξικό εργοθεραπευτικών όρων
Σελίδα 1 από 1
Λεξικό εργοθεραπευτικών όρων
Δ
Δραστηριότητα (Activity)
Μία ολοκληρωμένη σειρά ενεργειών που απαιτεί την ενεργητική εμπλοκή του ατόμου για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος.
Δραστηριότητες Καθημερινής Ζωής (Activities of Daily Living)
Η εκτέλεση των βασικών δραστηριοτήτων αυτοφροντίδας, όπως είναι η ένδυση, η μετακίνηση, η σίτιση κ.α. στην αποκατάσταση. [Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH)].
E
Εργοϋγεία (Occupational health):
1. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο όταν εκτελεί με επάρκεια και ικανοποίηση τα έργα του.
2. Η προώθηση και η διατήρηση της ψυχικής υγείας στο περιβάλλον εργασίας του ατόμου [Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας].
Ευεξία (Wellness):
Η κατάσταση στην οποία το άτομο βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση κυρίως υγεία.
Π
Παράλυση (Paralysis):
Η απώλεια της ικανότητας της κίνησης όλου ή μέρους του σώματος. [NIH]
ΠΗΓΕΣ:
1. Parker, J., & Parker, P. (2004). Occupational Therapy - A Medical Dictionary, Bibliography, and Annotated Research Guide to Internet References . Las Vegas: ICON Group.
2. Σύλλογος Ελλήνων Εργοθεραπευτών (2005). Ερμηνευτικό λεξικό εργοθεραπευτικών όρων. Αθήνα: ΣΕΕ
3. O'Brien, J. (2011). Introduction to Occupational Therapy. St. Louis, Mo.: Elsevier/Mosby.[/b]
*Η δημοσίευση θα ανανεώνεται συνεχώς με νέες λέξεις.
Δραστηριότητα (Activity)
Μία ολοκληρωμένη σειρά ενεργειών που απαιτεί την ενεργητική εμπλοκή του ατόμου για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος.
Δραστηριότητες Καθημερινής Ζωής (Activities of Daily Living)
Η εκτέλεση των βασικών δραστηριοτήτων αυτοφροντίδας, όπως είναι η ένδυση, η μετακίνηση, η σίτιση κ.α. στην αποκατάσταση. [Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH)].
E
Εργοϋγεία (Occupational health):
1. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο όταν εκτελεί με επάρκεια και ικανοποίηση τα έργα του.
2. Η προώθηση και η διατήρηση της ψυχικής υγείας στο περιβάλλον εργασίας του ατόμου [Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας].
Ευεξία (Wellness):
Η κατάσταση στην οποία το άτομο βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση κυρίως υγεία.
Π
Παράλυση (Paralysis):
Η απώλεια της ικανότητας της κίνησης όλου ή μέρους του σώματος. [NIH]
ΠΗΓΕΣ:
1. Parker, J., & Parker, P. (2004). Occupational Therapy - A Medical Dictionary, Bibliography, and Annotated Research Guide to Internet References . Las Vegas: ICON Group.
2. Σύλλογος Ελλήνων Εργοθεραπευτών (2005). Ερμηνευτικό λεξικό εργοθεραπευτικών όρων. Αθήνα: ΣΕΕ
3. O'Brien, J. (2011). Introduction to Occupational Therapy. St. Louis, Mo.: Elsevier/Mosby.[/b]
*Η δημοσίευση θα ανανεώνεται συνεχώς με νέες λέξεις.
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης